- ἔτακον
- ἔτᾱκον , τήκωmeltimperf ind act 3rd pl (doric)ἔτᾱκον , τήκωmeltimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοτακής — ές, Α αυτός που λειώνει την ψυχή ή την καρδιά («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + τακῄς (< θ. τᾰκ , πρβλ. ἔτακον, αόρ. β τού τήκω «λειώνω»), πρβλ. σαρκο τακής] … Dictionary of Greek